Μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 1/2023 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (η οποία δέχτηκε ότι οι εταιρίες διαχείρισης νομιμοποιούνται σε έκδοση διαταγών πληρωμής και κίνηση διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης ανεξαρτήτως του νομικού πλαισίου (ν. 4354/2015 και ν. 3156/2003) που εφαρμόστηκε για την πώληση και μεταβίβαση των απαιτήσεων), η πάγια θέση του δικηγορικού μας γραφείου ήταν (και είναι) ότι οι δανειολήπτες έχουν και άλλα όπλα στη φαρέτρα τους για να αμυνθούν έναντι των διαταγών πληρωμής και την πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης που κινούνται από τις εταιρίες διαχείρισης.
Διότι με την ΟλΑΠ 1/2023 λύθηκε μόνο ένα από τα πολλά ζητήματα που εγείρονται σε σχέση με τη δράση των εταιριών διαχείρισης. Τη θέση αυτή ήρθε να επιβεβαιώσει πανηγυρικά η υπ’ αριθ. 348/2023 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών που δημοσιεύτηκε στις 22-03-2023, ήτοι περίπου ένα μήνα μετά την έκδοση της ΟλΑΠ 1/2023, την οποία σαφώς και έλαβε υπόψη της, ωστόσο έκανε δεκτή την ανακοπή της δανειολήπτριας που στηριζόταν σε άλλη νομική βάση σε σχέση με το ζήτημα που έκρινε η ΟλΑΠ 1/2023.
Ειδικότερα, το Ειρηνοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθ. 348/2023 απόφασή του δέχτηκε το λόγο ανακοπής βάσει του οποίου δεν αποδείχτηκε εξ εγγράφων η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης από την τράπεζα στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού, ήτοι δεν αποδείχτηκε η νομιμοποίηση της εταιρίας διαχείρισης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη διαταγή πληρωμής, ποσού περίπου 4.500,00 ευρώ και καταδίκασε την εταιρία διαχείρισης στα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας.
Το δικηγορικό μας γραφείο ασχολείται εντατικά με το τραπεζικό δίκαιο και την άμυνα κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης έχοντας εξειδικευτεί στο εν λόγω αντικείμενο.