Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου. Δηλαδή, με τη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, υφίσταται και λειτουργεί ο θεσμός της ανατροπής της κατάσχεσης, εφόσον ο πλειστηριασμός δε γίνει μέσα στο καθοριζόμενο χρονικό διάστημα. Όπως γίνεται αντιληπτό, η ανατροπή της κατάσχεσης δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση του Ειρηνοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ. Έννομο συμφέρον για την ανατροπή της κατάσχεσης έχουν, μεταξύ των άλλων, και οι οφειλέτες σε βάρος των οποίων επιβλήθηκε η κατάσχεση. Το Δικαστήριο που διατάσσει την ανατροπή, ερευνά μόνο την ύπαρξη των προϋποθέσεων του νόμου. Εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της παρέλευσης του νομίμου χρόνου, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να διατάξει την ανατροπή της επιβληθείσας κατάσχεσης (ΑΠ 1531/1995). Το Δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού που οφείλει να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια και να ζητήσει να εγγραφεί σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεων. Άμεση συνέπεια της εκδιδόμενης απόφασης, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, είναι η κατάργηση εκτελεστικής διαδικασίας και η ακυρότητα των περαιτέρω διαδικαστικών πράξεων και του πλειστηριασμού, ο οποίος, αν τυχόν γίνει, πάσχει δικονομικώς, εφόσον έγινε σε χρόνο που δεν υπήρχε πλέον η κατάσχεση. Η προθεσμία του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ αρχίζει να τρέχει από την επόμενη της κατάσχεσης και όταν ακόμη επακολουθήσει αναγγελία που στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο, ώστε να εξομοιώνεται, απ’ το άρθρο 972 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, με κατάσχεση. Σκοπός του θεσμού της ανατροπής της κατάσχεσης είναι η επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και η αποφυγή μακροχρόνιας δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη προς όφελος όχι μόνον του οφειλέτη, αλλά και της κοινωνικής οικονομίας. Όταν βραδύνει η διεξαγωγή του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, το συμφέρον του οφειλέτη αλλά και η αρχή της οικονομικής αξιοποίησης των αγαθών που διατρέχει το δίκαιο, επιβάλλουν την αποδέσμευση του αντικειμένου της κατάσχεσης και την επανένταξη του στον κύκλο των συναλλαγών (βλ. Σταθέας, Η Εκτέλεσις, σελ. 1861-1862, Μάζης, Εμπράγματη εξασφάλιση Ανωνύμων Εταιρειών, αριθ. 450-452, ΑΠ 1488/1987, ΕΕΝ 1988.807, ΕφΘεσ 658/1998, Αρμ 1998.1248, ΕφΑθ 12219/1989, ΕλλΔνη 33. 596).
Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δεν αποκλείεται, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η εμφάνιση «νεκρών» χρονικών διαστημάτων, κατά τη διάρκεια των οποίων εμποδίζεται η πρόοδος της εκτελεστικής διαδικασίας. Ωστόσο, αν μετά την αφαίρεση των «νεκρών» διαστημάτων, έχει και πάλι παρέλθει ένα έτος από την ημέρα επιβολής της κατάσχεσης μέχρι την ημέρα κατάθεσης της αίτησης ανατροπής κατάσχεσης του άρθρου 1019 ΚΠολΔ και δεν εμφιλοχώρησε πλειστηριασμός, τότε διατάσσεται ανατροπή της επιβληθείσας κατάσχεσης. Οράτε και την υπ’ αριθ. 6/2021 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, δυνάμει της οποίας, μετά τη διαπίστωση παρέλευσης ενός έτους από την υποβολή της κατάσχεσης μέχρι την κατάθεση της αίτησης ανατροπής κατάσχεσης χωρίς να έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός, διατάχθηκε η ανατροπή της επιβληθείσας κατάσχεσης.
Η ενιαύσια προθεσμία ανατροπής της κατασχέσεως αποσκοπεί στο να τιμωρήσει τον αμελή επισπεύδοντα, ο οποίος ευθύνεται για την παρέλκυση της διαδικασίας (ΜΠρΑθ 807/2020, ΕπιθΑκιν 2020. 607∙ ΕιρΝαυπλ 291/2020, με σύμφωνο σημείωμα Ρεβολίδη Αρμ 2020. 2056∙ ΕιρΚω 252/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ∙ ΕιρΛαμ 553/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕιρΛαμ 311/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και βλάπτει με αυτή του την συμπεριφορά και το κοινωνικό σύνολο, δεσμεύων εκτός συναλλαγών το κατεσχεμένο (ΑΠ 1531/1995, ΕλλΔνη 1997. 1548∙ ΕιρΧαλκ 641/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προτού τιμωρηθεί ο επισπεύδων για την ακινησία στην οποία περιέπεσε η εκτελεστική διαδικασία, πρέπει να διαπιστωθεί αν αυτή η ακινησία οφείλεται όντως στην έλλειψη πρωτοβουλίας του επισπεύδοντος ή σε νομικό κώλυμα που εμποδίζει την διεξαγωγή έγκυρου πλειστηριασμού. Ακριβώς αυτόν τον έλεγχο επιχειρεί ο νομοθέτης με το άρθρο 1019 παρ. 2 ΚΠολΔ εξαιρών από την προθεσμία τα εκεί ρητώς αναφερόμενα διαστήματα. Η πρόβλεψη του νομοθέτη δεν εξήντλησε όλα τα ενδεχόμενα. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη το χρονικό διάστημα από την επιβολή της κατάσχεσης μέχρι την διεξαγωγή του πλειστηριασμού προσμετράται στην ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ (Διαμαντόπουλος, Προσβολή παραδοχών απόφασης, η οποία απορρίπτει αίτηση ανατροπής κατάσχεσης. Λόγοι αφορώντες στη διαδροµή της προθεσµίας της ΚΠολ∆ 1019 § 1, ΕπιθΑκιν 2020. 495, με το επιχείρημα ότι ο νομοθέτης του ν.4335/2015, τροποποιών τα άρθρα 955 και 995 ΚΠολΔ τελούσε σε γνώση της αμετάβλητης προθεσμίας του άρθρου 1019 ΚΠολΔ και δεν επιθυμούσε την μεταβολή της διάταξης του άρθρου 1019 παρ. 2 ΚΠολΔ∙ ΜΠρΑθ 3926/2021, ΧρΙΔ 2021. 99∙ ΜΠρΑθ 807/2020, ΕπιθΑκιν 2020. 607∙ ΕιρΑθ 272/2020, ΕπιθΑκιν 2020 .613).
Το δικηγορικό μας γραφείο ασχολείται εντατικά με το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης στο ειδικότερο πεδίο του τραπεζικού δικαίου, αποσκοπώντας στην προάσπιση και στην ικανοποίηση των δικαιωμάτων των δανειοληπτών έναντι των τραπεζών και των εταιριών διαχείρισης. Σε περίπτωση που σας απασχολεί ζήτημα ανατροπής επιβληθείσας κατάσχεσης είναι πολυ σημαντικό για εμάς κατά την πρώτη μας συνάντηση να μας προσκομίσετε αντίγραφο του τίτλου ιδιοκτησίας σας, πιστοποιητικό μεταγραφής του συμβολαίου ιδιοκτησίας σας στο Υποθηκοφυλάκειο και κτηματολογικό φύλλο για το ακίνητό σας από το Κτηματολογοικό Γραφείο, την επιβληθείσα έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, πιστοποιητικό βαρών από το Υποθηκοφυλακείο και πρόσφατο κτηματολογικό φύλλο βάσει των οποίων να προκύπτει η επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του ακινήτου σας και τυχόν δηλώσεις συνέχισης του πλειστηριασμού και εμείς θα φροντίσουμε για τη μελέτη του φακέλου σας και τη σύνταξη και την εκδίκαση αίτησης ανατροπής κατάσχεσης.