Το γραφείο μας μέσω του δικηγόρου, Σωκράτη Οδ. Τσαχιρίδη, είναι σε θέση να σας υποστηρίξει στην άσκηση αγωγής αποζημίωσης λόγω άδικης αναγκαστικής εκτέλεσης τράπεζας, εφόσον πληρούνται οι απαιτούμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις.
Από τις διατάξεις των άρθρων 281, 297, 298, 299, 330, 914, 919 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε δικαστική απόφαση ή απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε αυτή η συμπεριφορά να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση δικαστικής απόφασης ή κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης.
Εξάλλου, το παράνομο της αδικοπρακτικής ευθύνης συντρέχει και όταν παραβιάζεται 1) η γενική υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των προσώπων και αγαθών με τα οποία η συμπεριφορά ενός κοινωνού έρχεται σε επαφή ή 2) το επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον. Την υποχρέωση να τηρείται η εν λόγω συμπεριφορά επιβάλλουν οι γενικές ρήτρες, που καθιερώνουν τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών χρηστών ηθών και απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθερίας δράσης (άρθρα 281 και 288 ΑΚ). Αυτή η υποχρέωση επιβάλλεται και από το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και από το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας που καθιερώνει για κάθε άτομο γενικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς. Το κυριότερο δε κριτήριο, με βάση το οποίο κρίνεται αν υπάρχει ή όχι τέτοια υποχρέωση που η παράβαση θα σήμαινε παρανομία, είναι η αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη (Ολ ΑΠ 967/1973).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Το άρθρο 919 ΑΚ είναι συμπληρωματικό του άρθρου 914 ΑΚ, για την κάλυψη περιπτώσεων που δεν εμπίπτουν στη ρύθμιση του άρθρου 914 ΑΚ, επεκτείνει δε την αδικοπρακτική ευθύνη όταν δεν υφίσταται προσβολή δικαιώματος ή εννόμως προστατευόμενου συμφέροντος, ούτε παράβαση διάταξης νόμου, ήτοι ελλείπει το στοιχείο του παράνομου της συμπεριφοράς, αλλά το επιζήμιο αποτέλεσμα συνίσταται σε ζημία στην περιουσία καθαυτή ως αφηρημένο σύνολο και το αίσθημα του δικαίου απαιτεί την αποκατάστασή της (Κορνηλάκης).
Ουσιαστικό γνώρισμα της αδικοπραξίας που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ είναι η συμπεριφορά του δράστη να αντίκειται στα χρηστά ήθη, που διαπιστώνεται μετά από εκτίμηση όλων των ειδικών συνθηκών, να γίνεται με επαγωγή ζημίας και να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή παράλειψη του δράστη. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού, και όλες οι λοιπές συνθήκες και περιστάσεις πραγματώσεως της προβαλλόμενης ως επιλήψιμης συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής (ΕφΑθ 36/1999 ΕλλΔνη 40. 1573). Προς ακριβέστερο δε καθορισμό της έννοιας των χρηστών ηθών λαμβάνονται υπόψη και οι κρατούσες θεμελιακές δικαϊικές αρχές που εκφράζονται ή (και) υπονοούνται στο θετικό δίκαιο. Όσον αφορά στην πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέληση του, δηλαδή να προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απείχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Δεν απαιτείται γνώση ή πρόβλεψη της ακριβούς έκτασης της ζημίας ή του τρόπου επαγωγής της, αρκεί μόνον η πρόβλεψη του είδους και η αποδοχή της (Βαθρακοκοίλης). Συνέπεια της υπόστασης είναι η υποχρέωση προς καταβολή α) αποζημιώσεως, καθώς επίσης και β) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (Βαθρακοκοίλης, Γεωργιάδης – Σταθόπουλος). Ως κριτήρια των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κάθε φορά, κατά τη γενική αντίληψη, με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 326/1974 ΝοΒ 22.1297, ΑΠ 1552/2000 ΕλλΔνη 42.1291, ΕφΑθ 5415/2003 ΕλλΔνη 45.492). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με συγκεκριμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσόμενων, οι αντίστοιχες στην κατηγορία αυτή των συναλλασσόμενων κρατούσες αντιλήψεις λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν κατά το κοινό ως άνω συναίσθημα, δε συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική (ΟλΑΠ 10/1991 ΝοΒ 39. 1203, ΑΠ 1969/1990 ΕλλΔνη 1991. 1499). Από αυτή την άποψη, που είναι και η κρατούσα, προκύπτει ότι α) κριτήριο αντιθέσεως στα χρηστά ήθη δεν είναι η ατομική ηθική, δηλαδή αυτή που αναφέρεται στον εσωτερικό άνθρωπο που στοχεύει στην τελειοποίηση του, αλλά η κοινωνική ηθική, δηλαδή αυτή που διαμορφώνεται μέσα σε ένα ευρύτερο κύκλο προσώπων (επαγγελματικό, κοινωνικό, τοπικό κλπ.), β) ο δικάζων Δικαστής θα εξειδικεύσει τη γενική ρήτρα των χρηστών ηθών με κριτήρια αντικειμενικά και όχι με βάση τις ατομικές του αντιλήψεις περί ηθικής, οι οποίες μπορεί να είναι συντηρητικότερες ή προοδευτικότερες από αυτές του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, γ) στην έννοια της κοινωνικής ηθικής περιλαμβάνεται, όχι αναγκαία αυτό που εφαρμόζεται σε συγκεκριμένο κοινωνικό κύκλο, αλλά αυτό που αναγνωρίζεται μέσα στο συγκεκριμένο κύκλο ως σύμφωνο με την ηθική ή αυτό που αποτελεί τη συνισταμένη των αντιλήψεων του με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου ανθρώπου μέσα στον κύκλο αυτό (Γεωργιάδης – Σταθόπουλος, ΑΠ 1298/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 137/2005 ΕλλΔνη 2006.429, ΑΠ 1346/2000 ΔΕΕ 2001.735, ΕφΠειρ 110/2005 ΕλλΔνη 2006.248, ΕφΘεσ 1324/2001 Αρμ 2003.1442).
Η έννοια της κατάχρησης δικαιώματος πρέπει να διευρύνεται, ώστε να καταλαμβάνει και κάθε πράξη ή παράλειψη από τη γενική ατομική ελευθερία μέχρι την άσκηση δικαιωμάτων από το νόμο ή τη δικαιοπραξία. Εξάλλου, από το άρθρο 281 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 298 ΑΚ, προκύπτει ότι η γένεση υποχρέωσης προς αποζημίωση προϋποθέτει την ύπαρξη, μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα συναλλακτικά χρηστά ήθη και της ζημίας που επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο επέλευσης της ζημίας, ήταν καθαυτή ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ώστε η ζημία να μπορεί να αποδοθεί, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τον ορθό λόγο, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα συναλλακτικά χρηστά ήθη και αντιστοίχως η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη (επαρκή) αιτία της ζημίας (ΟλΑΠ 33/1987 ΕλλΔνη 29. 98, ΑΠ 1615/1999 ΕλλΔνη 41. 344).
Περαιτέρω, οι τράπεζες εκτός από ιδιωτικές επιχειρήσεις διαμεσολάβησης στην κυκλοφορία του χρήματος, παραλλήλως ασκούν και δημόσια λειτουργία, υπό την ευρύτερη έννοια του όρου, αφού η δραστηριότητά τους αντανακλά ευθέως στην εθνική οικονομία (Μάνεσης – Μανιτάκης, Κρατικός παρεμβατισμός και Σύνταγμα – Ελεγχος τραπεζών βάσει αν. 1665/1951 και ν. 431/1976 ΝοΒ 1981. 1199 επ. και Κοτσίρης, Πρόβλημα αστικής ευθύνης τραπεζών έναντι τρίτων κατά την άσκηση της πιστωτικής λειτουργίας, Αρμ ΛΗ. 601 επ. και Γεωργιάδης, Ευθύνη τράπεζας κατ’ ΑΚ 919, ΝοΒ 1992. 485 επ.). Εξάλλου, η τράπεζα, κατά την εκπλήρωση των συναφών υποχρεώσεών της απέναντι στον αντισυμβαλλόμενο πελάτη της, όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη (άρθρο 288 ΑΚ), έχει τις αποκαλούμενες υποχρεώσεις προνοίας, (εξειδικευόμενες σε μία σειρά παρεπομένων υποχρεώσεών της και ειδικότερα στην υποχρέωση προστασίας των περιουσιακών αγαθών του πελάτη της, ιδίως όταν τα αγαθά αυτά είναι δυνατόν, κατά την εκπλήρωση της παροχής, να τεθούν σε κίνδυνο), επειδή έχει αυξημένη δυνατότητα να επεμβαίνει στην περιουσιακή σφαίρα των πελατών της (ΕφΑθ 9460/1999 ΕλλΔνη 41. 1428).
Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης η τράπεζα, βλάψει υπαιτίως τα έννομα συμφέροντα του οφειλέτη, δύναται ο πελάτης της τράπεζας να ζητήσει αποζημίωση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ. Και τούτο, διότι, στην περίπτωση αυτή, η τράπεζα θα έχει παραβεί το γενικό καθήκον κάθε κοινωνικού ανθρώπου και κάθε οντότητας να μη ζημιώνει υπαιτίως άλλον (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505), που αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα όταν η αδικοπραξία γίνεται από πιστωτικό ίδρυμα, ενόψει της δραστικής παρέμβασής του στο οικονομικό τοπίο και της εντεύθεν, ασκήσεως από μέρους του δημόσιας λειτουργίας latu sensu (Σταθόπουλος, Γεωργιάδης, Φίλιος, Δεληγιάννης και Κορνηλάκης).
Οι τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των πιστωτών, που χρηματοδοτούν, από την φύση τους, η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλόμενων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών και των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε ν’ αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες (ΑΠ 1352/2911, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΑθ 2405/2020, αδημ.)
Κατά τη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την κίνησε, αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του ΑΚ. Βάσει των ανωτέρω καθιερώνεται ιδιαίτερη μορφή αδικοπραξίας και εισάγεται αξίωση αποζημιώσεως του προσβληθέντος από την επίσπευση εναντίον του άδικης εκτελέσεως. Με άλλα λόγια, θεμελιώνεται δικαίωμα για αποζημίωση του οφειλέτη, όταν ακυρώθηκε αμετάκλητα πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης ύστερα από άσκηση ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Σε αυτή την περίπτωση παρέχεται γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως στον προσβληθέντα που στηρίζεται σε ειδική μορφή αδικοπραξίας των άρθρων 914 και 919 ΑΚ. Προϋποθέσεις της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ είναι α) η επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως, ανεξαρτήτως του είδους του τίτλου, βάσει του οποίου επισπεύδεται, β) αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως μετά από άσκηση ανακοπής των άρθρων 933 και 936 του ΚΠολΔ, γ) συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 914 ή 919 του ΑΚ, δ) ζημία του καθ’ ου η εκτέλεση θετική ή αποθετική ή και μη περιουσιακή (ηθική βλάβη) και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της παράνομης εκτελέσεως. Η διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στην περίπτωση αμετάκλητης ακυρώσεως όχι μόνον του συνόλου των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά και επί μέρους πράξεων, οπότε μπορεί να ζητηθεί η αποκατάσταση των ζημιών που συνδέονται αιτιωδώς με τις πράξεις αυτές (ΟλΑΠ 5/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, το άδικο, ως στοιχείο της αδικοπραξίας, δύναται να υπάρχει και στην επίσπευση της αναγκαστικής εκτελέσεως. Τούτο δε, δύναται να συνίσταται σε λόγους ακυρότητας τόσο ουσιαστικούς, όπως η έλλειψη δικαιώματος, όσο και τυπικούς, συνεπεία των οποίων κρίθηκε αμετακλήτως παράνομη η αναγκαστική εκτέλεση (ΑΠ 418/2013). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ εφαρμόζεται στην περίπτωση αμετάκλητης ακυρώσεως όχι μόνον του συνόλου των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά και επί μέρους πράξεων (ΑΠ 955/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε δύναται να ζητηθεί η αποκατάσταση των ζημιών που συνδέονται αιτιωδώς με τις πράξεις αυτές. Έτσι, αν ακυρωθεί μόνο μία πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως, η αποζημίωση περιορίζεται στη ζημία που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια μόνο με την πράξη αυτή (ΟλΑΠ 49/2005).
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα συναλλακτικά χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος αποτελεί και η διά της αναγκαστικής εκτελέσεως επιδίωξη ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή. Η κατάχρηση δικαιώματος, απαγορευόμενη από την ως άνω διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, συνιστά παράβαση νόμου και άρα αποτελεί παράνομη πράξη. Επομένως α) αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του δικαιώματος αποτελεί δικαιοπραξία ή επιδίωξη ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή με αναγκαστική εκτέλεση, ως αντικείμενη σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, εφόσον δεν συνάγεται τίποτε άλλο, είναι άκυρη, β) αν η άσκηση γίνεται με υλική ενέργεια, δικαιούται ο εντεύθεν βλαπτόμενος να ζητήσει την παύση της άσκησης και την παράλειψη αυτής στο μέλλον και γ) αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, η κατάχρηση γεννά υποχρέωση, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, σε αποζημίωση. Από τα παραπάνω εκτεθέντα συνάγονται και τα μέσα αμύνης κατά της καταχρήσεως δικαιώματος. Έτσι ο βλαπτόμενος από την κατάχρηση δικαιώματος δύναται 1) να εγείρει αναγνωριστική αγωγή, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι η δικαιοπραξία ή η επιδίωξη της ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή με αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη ως καταχρηστική, 2) να εγείρει καταψηφιστική αγωγή, ζητώντας αποζημίωση, αν η κατάχρηση πληροί τους όρους της αδικοπραξίας και 3) να προβάλει ένσταση, αντένσταση κλπ., εφόσον τελεί σε δίκη με τον καταχρηστικώς ασκούντα το δικαίωμα.
Συνακόλουθα ο βλαπτόμενος από την καταχρηστική εναντίον του επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να αξιώσει με αγωγή, ακόμη και αν δεν επιδίωξε για το λόγο αυτό την ακύρωση της εκτέλεσης, δηλαδή ανεξάρτητα από τη ρύθμιση του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, την αναγνώριση ως καταχρηστικής και άκυρης της συμπεριφοράς του δανειστή του, που κατατείνει με πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης στην ικανοποίηση απαίτησής του ουσιαστικά αποδυναμωμένης μετά τη νέα ρύθμισή της και επομένως να ζητήσει την αναγνώριση ή αναλόγως και την καταψήφιση υπέρ αυτού αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας (ΟλΑΠ 49/2005, 16/2006, ΑΠ 1664/2013, ΑΠ 1459/2009).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3ΚΠολΔ, η οποία περιέχει κανόνα ουσιαστικού δικαίου αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημιές που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ αλλά και χρηματική ικανοποίηση, για τη μη περιουσιακή ζημία, δηλαδή την ηθική βλάβη που υπέστη από την ακυρωθείσα εκτέλεση. Η δίκη αυτή δεν είναι περί την εκτέλεση, ώστε δεν έχουν εφαρμογή οι ειδικοί κανόνες των άρθρων 933, 934 και 937 του ΚΠολΔ. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, το άδικο, ως στοιχείο της καθιερούμενης αδικοπραξίας, εντοπίζεται στην επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, και σε οποιαδήποτε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Τούτο δε, μπορεί να συνίσταται σε λόγους ακυρότητας τόσο ουσιαστικούς, όπως η έλλειψη δικαιώματος, όσο και τυπικούς, συνεπεία των οποίων κρίθηκε αμετάκλητα παράνομη η αναγκαστική εκτέλεση. Εξάλλου, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, για τη θεμελίωση αξίωσης από αδικοπραξία για αποζημίωση καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις α) πράξη ή παράλειψη του δράστη που είναι παράνομη, δηλαδή να αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, β) η πράξη ή παράλειψη να είναι υπαίτια, δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του δράστη, ακόμη και ελαφρά, γ) ζημία περιουσιακή ή μη (ηθική βλάβη) και δ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψής του δράστη και της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, και υφίσταται όταν η υπαίτια συμπεριφορά ήταν ικανή, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Οι πιο πάνω έννοιες της υπαιτιότητας (ήτοι δόλος και αμέλεια, η οποία μπορεί να είναι και ελαφρά), και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες. Η αγωγή αποζημίωσης του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 914 ή 919 ΑΚ εισάγεται στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, σύμφωνα με τη γενική δωσιδικία και δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, (όπως διαμορφώθηκε μετά το ν. 4335/2015), αφού εισάγεται αίτηση πρωτογενούς δικαστικής προστασίας (Μπέης, Απαλαγάκη και Μιχαηλίδου). Τούτο προκύπτει και από την ΟλΑΠ 9/2010, που αναφέρει ότι ο ανωτέρω περιορισμός δε θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη για τον λόγο ότι η ελληνική νομοθεσία παρέχει τη δυνατότητα άσκησης και άλλων ένδικων βοηθημάτων κατά την τακτική διαδικασία και ειδικότερα εκτός από την αγωγή κατά το άρθρο 940 παρ. 3 ΚΠολΔ και αγωγή αποζημίωσης κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών.
Κατά την πρώτη μας συνάντηση είναι πολύ σημαντικό να μας προσκομίσετε όλα τα σχετικά έγγραφα και να μας εκθέσετε με προσοχή τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεώς, τα οποία θα φροντίσουμε να φωτίσουμε με σχετικές ερωτήσεις.