Στο παρά πέντε του πλειστηριασμού εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1154/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί υποθέσεως που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο και δυνάμει της οποίας ακυρώθηκε η επιταγή προς πληρωμή και η αναγκαστική κατάσχεση που επέβαλε γνωστή εταιρία διαχείρισης σε βάρος της πρώτης και κύριας κατοικίας των εντολέων μας, κατ’ αποδοχή των ισχυρισμών μας περί καταχρηστικής συμπεριφοράς της εταιρίας διαχείρισης.
Το σκεπτικό της ΜΠρΑθ 1154/2024 παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και αποτελεί σημαντική νομολογία για πολλούς δανειολήπτες που προσπαθούν να ρυθμίσουν με ειλικρίνεια και ευσυνειδησία τα χρέη τους προς τις τράπεζες και τις εταιρίες διαχείρισης.
Ειδικότερα, δυνάμει της ΜΠρΑθ 1154/2024, η οποία αποτελείται από ενενήντα έξι σελίδες (!) και έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον της νομικής κοινότητας, κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των εντολέων μας και συγκεκριμένα η επιβολή της προσβαλλόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης, υπό τις συνθήκες που υλοποιήθηκε, είναι καταχρηστική κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Τούτο το γεγονός διότι, αποδείχθηκε ότι η πρόθεση των εντολέων μας να εξοφλήσουν την επίδικη οφειλή, προσπαθώντας να μην απωλέσουν την ακίνητη περιουσία τους, είναι πραγματική και σοβαρή, επιβεβαιώνεται δε και από το γεγονός ότι οι εντολείς μας – σύζυγοι, είχαν υπάρξει συνεπείς ήδη επί δυόμιση έτη προ της επιβολής της επίδικης αναγκαστικής κατάσχεσης στους όρους δικαστικής ρύθμισης της επίδικης οφειλής και εξακολουθούν να είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη με αριθ. ../2021 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Η σπουδή της εταιρίας διαχείρισης να προχωρήσει σε αναγκαστική κατάσχεση του ακινήτου των εντολέων μας, το οποίο μάλιστα ευρισκόμενο στην ίδια οικοδομή με την προστατευόμενη δικαστικά κύρια κατοικία τους και δη στο υπόγειο της, ευρίσκεται σε οικονομική ενότητα με την κύρια κατοικία τους, παρίσταται αδικαιολόγητη.
Με την επίσπευση της προκείμενης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, η εταιρία διαχείρισης επιδίωξε να ανατρέψει εν τοις πράγμασι τη δικαστική ρύθμιση της επίδικης οφειλής που επετεύχθη με τη με αριθ. …/2021 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Τούτο το γεγονός διότι, εφόσον ο πρώτος εντολέας μας, με τη συνδρομή της δεύτερης εντολέως μας και συζύγου του, ανταποκριθεί και στο μέλλον στην υποχρέωση τήρησης των όρων της δικαστικής ρύθμισης της οφειλής του και καταβάλει το ποσό των 67.376,65 ευρώ που αντιστοιχεί στο σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου και των λογιστικοττοιημένων τόκων έως την ημερομηνία άντλησης των στοιχείων της επίδικης οφειλής από την πλατφόρμα της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, τότε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 81 του ν. 4605/2019, θα αποσβεσθεί το τμήμα της επίδικης απαίτησης που υπερβαίνει το ποσό του άρθρου 75 παρ. 1 του ν. 4605/2019 καθώς και κάθε υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης, που εγγράφηκε στην κύρια κατοικία των εντολέων μας για τη ρυθμισμένη απαίτηση. Επομένως, θα διαγραφεί το ποσό των (115.593,60 ευρώ το οποίο επιδικάσθηκε με τη με αριθ. …/2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών – 67.376,65 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό του άρθρου 75 παρ. 1 του ν.4605/2019 =) 48.216,95 ευρώ. Η εταιρία διαχείρισης με την προκείμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επιδίωξε να εισπράξει όλο το αρχικά οφειλόμενο ποσό, αφού με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή επέταξε τους ανακόπτοντες να της καταβάλουν το ποσό των 115.593,60 ευρώ, για επιδικασθέν με τη διαταγή πληρωμής κεφάλαιο, (και όχι το επιταχθέν με τη με αριθ. …/2021 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών ποσό των 67.376,65 ευρώ), εντόκως από 02-10-2018 μέχρι την εξόφληση (και όχι με το αναφερόμενο στη με αριθ…./2021 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, χωρίς να κάνει καμία αναφορά στην έκδοση της με αριθ. …/2021 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και στη δι’ αυτής ρύθμιση της οφειλής και χωρίς καν να αφαιρέσει τα ήδη καταβληθέντα από τους εντολείς μας δυνάμει της δικαστικής ρύθμισης της οφειλής, έως την ημερομηνία σύνταξης της επιταγής προς πληρωμή ποσά. Μάλιστα, στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ναι μεν από τη διάταξη του άρθρου 77 παρ.9 του ν.4605/2019 προβλέπεται ότι μπορεί να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση στη λοιπή περιουσία του αιτούντος πλην της κύριας κατοικίας του, πλην όμως από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 77 παρ. 9 του ν. 4605/2019 σαφώς συνάγεται ότι αυτό το πράγμα μπορεί να συμβεί υπό δύο προϋποθέσεις και δη α) ότι εκτελεστό τίτλο μπορεί να αποτελέσει μόνο η εκδοθείσα απόφαση δικαστικής ρύθμισης της οφειλής και όχι η τυχόν ήδη εκδοθείσα κατόπιν αίτησης του πιστωτή διαταγή πληρωμής και β) εφόσον εκτελεστό τίτλο αποτελεί η δικαστική απόφαση ρύθμισης της οφειλής, αυτομάτως συνάγεται ότι το ποσό για το οποίο μπορεί να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση σε άλλην -πλην της κύριας κατοικίας- περιουσία του αιτούντος/οφειλέτη δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό το οποίο υποχρεώνεται ο οφειλέτης να καταβάλει στον πιστωτή δυνάμει της δικαστικής απόφασης ρύθμισης της οφειλής, αφαιρουμένων των ήδη καταβληθέντων στο πλαίσιο της δικαστικής ρύθμισης της οφειλής ποσών. Επομένως, δεν μπορεί να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση για το σύνολο του οφειλόμενου ποσού, το οποίο υπερβαίνει είτε το ποσό του άρθρου 75 παρ. 1 του ν.4605/2019 είτε το με τη δικαστική απόφαση ρύθμισης οφειλής επιτασσόμενο να καταβληθεί ποσό. Κατ’ ακολουθία, εφόσον ο πιστωτής επισπεύσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της λοιπής -πλην της κύριας κατοικίας-περιουσίας του αιτούντος-οφειλέτη, και μάλιστα για το σύνολο του οφειλόμενου ποσού, α) παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 77 παρ.9 του ν.4605/2019, β) δεν συμμορφώνεται με την εκδοθείσα δικαστική απόφαση ρύθμισης της οφειλής, γ) επί της ουσίας ανατρέπει έμμεσα την επιτευχθείσα από τον οφειλέτη δικαστική ρύθμιση αυτής, ενώ δ) στερεί και τον οφειλέτη από την ευεργετική γι’ αυτόν συνεισφορά του Ελληνικού Δημοσίου στις μηνιαίες καταβολές που προσδιορίζονται με τη δικαστική απόφαση, αφού με τον τρόπο αυτό ο πιστωτής θα ικανοποιηθεί πλήρως ή μερικώς με την ρευστοποίηση ενός περιουσιακού στοιχείο του οφειλέτη, ο οποίος αντίστοιχα θα απωλέσει και το περιουσιακό του στοιχείο και τη δυνατότητα μείωσης των καταβληθησόμενων μηνιαίων δόσεων μέσω της συνεισφοράς του Δημοσίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, στην εταιρία διαχείιρσης ήταν ορατό το ενδεχόμενο της εξόφλησης της επίδικης οφειλής, λόγω του ιστορικού της οικονομικής συμπεριφοράς των εντολέων μας και της – προ της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή και αναγκαστικής κατάσχεσης- σταθερότητάς στην εκ μέρους τους αποπληρωμή των μηνιαίων δόσεων που ορίσθηκαν με τη με αριθ. ……/2021 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με τις οποίες ναι μεν τυπικά βαρύνεται ο πρώτος εντολέας μας, πλην όμως λόγω της συζυγικής του σχέσης με τη δεύτερη εντολέα μας, καθίσταται αναμφίβολο ότι οι εντολείς μου από κοινού προσπαθούν με τις ενωμένες οικονομικές τους δυνάμεις να παραμείνουν συνεπείς στη δικαστική ρύθμιση της εις ολόκληρον οφειλής τους.
Την κρίση του Δικαστηρίου περί καταχρηστικότητας της συμπεριφοράς της εταιρίας διαχείρισης, ενίσχυσε πέραν των ανωτέρω, και το γεγονός ότι, έως την επιβολή της επίδικης αναγκαστικής κατάσχεσης, η εταιρία διαχείρισης παρά την ιδιότητά της ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, ήτοι ως νομικό πρόσωπο στο οποίο ο νόμος επιβάλλει την υποχρέωση να προσπαθεί να ρυθμίζει τις διαχειριζόμενες από αυτό απαιτήσεις, δεν είχε προβεί σε καμία ρύθμιση ούτε τυχόν περικοπή έστω των τόκων της επίδικης οφειλής. Εξάλλου, η απαίτηση έχει μεταβιβασθεί από την τράπεζα προς την παραπάνω εταιρεία αλλοδαπού σκοπού, καθώς και η διαχείρισή της έχει ανατεθεί στην εταιρία διαχείρισης, ήδη από τον Ιούνιο του έτους 2019. Επομένως, η επίδοση επιταγής προς πληρωμή τέσσερα έτη μετά και ενώ η οφειλή τελεί από το έτος 2021 υπό δικαστική ρύθμιση η οποία τηρείται, καθώς και η σπουδή για την επίσπευση πράξεων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή των πράξεων που ακολούθησαν την επίδοση της από 13.10.2023 επιταγής, και συγκεκριμένα η υλοποίηση της αναγκαστικής κατάσχεσης μέσα σε διάστημα δεκαπέντε περίπου ημερών από το χρονικό σημείο που επιδόθηκε η επιταγή (δηλαδή από 20.10.2022 έως 01.11.2022) χωρίς να δοθεί ο απαραίτητος, κατά την κοινή πείρα και λογική, χρόνος διαπραγματεύσεων μεταξύ των διαδίκων, ελέγχεται ως καταχρηστική και δεν δικαιολογείται από την καλή πίστη.
Στην κρίση αυτή του Δικαστηρίου βάρυνε ιδιαίτερα το γεγονός ότι, κατά σαφή νομοθετική επιλογή προβλέφθηκε η δυνατότητα ίδρυσης των ανωνύμων εταιρειών διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι η εμπλεκόμενη εταιρία διαχείρισης προκειμένου ακριβώς να δοθεί μία διέξοδος στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μέσω της δυνατότητας των εταιρειών αυτών να προτείνουν στους δανειολήπτες πολύ ευνοϊκότερους τρόπους ρύθμισης, απ’ ό,τι θα μπορούσε να τους προτείνει το πιστωτικό ίδρυμα. Επομένως, οι εν λόγω εταιρείες έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του διαχειριστικού τους έργου και υποχρέωση εξέτασης της δυνατότητας ρύθμισης της οφειλής και εξάντλησης κάθε περιθωρίου εύρεσης μίας συμβιβαστικής λύσης με τον οφειλέτη, εφόσον βέβαια και ο οφειλέτης συνεργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Για τον λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Κατά την έννοια αυτή η ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, πρέπει, στην περίπτωση που ο οφειλέτης αδυνατεί να αποπληρώσει άμεσα την οφειλή του ή αδυνατεί να αποπληρώσει το σύνολο αυτής, πλην όμως συνεργάζεται προς την κατεύθυνση της ρύθμισης της οφειλής του, και πόσω μάλλον όταν -όπως στην προκείμενη περίπτωση- η οφειλή τελεί ήδη σε δικαστική ρύθμιση, η οποία τηρείται από τον οφειλέτη, να αποφύγει την εσπευσμένη αναγκαστική κατάσχεση της περιουσίας του, επιδιώκοντας να εισπράξει όλο το αρχικά επιδικασθέν με τη διαταγή πληρωμής ποσό, ανατρέποντας επί της ουσίας τη δικαστική απόφαση ρύθμισης της οφειλής.
Με την επίσπευση της προκείμενης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης η εταιρία διαχείρισης διέψευσε την εύλογη εμπιστοσύνη και πεποίθηση των εντολέων μας ότι εφόσον η οφειλή του έχει ρυθμισθεί δικαστικά και μάλιστα με τελεσίδικη απόφαση, και εφόσον οι εντολείς μας τηρούν τη ρύθμιση, η εταιρία διαχείρισης δεν θα επιδίωκε να ανατρέψει την τελεσίδικη με αριθ. …/2021 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών και να εισπράξει μέσω αναγκαστικής ρευστοποίησης έτερου περιουσιακού τους στοιχείου το σύνολο της αρχικώς με τη διαταγή πληρωμής επιδικασθείσας απαίτησης και μάλιστα με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων. Κατόπιν των ανωτέρω και εν όψει της στάθμισης των αντίθετων συμφερόντων των διάδικων μερών στην οποία υποχρεούται να προβεί το Δικαστήριο κατά την εξέταση του υπό κρίση λόγου ανακοπής, και λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς των διαδίκων μερών που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος της εταιρίας διαχείρισης, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, τις περιστάσεις που μεσολάβησαν και όλων των πραγματικών περιστατικών που αναλύθηκαν, τα οποία, χωρίς κατά νομό να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος της εταιρίας διαχείρισης καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, με το επακόλουθο της προσβαλλόμενης πράξης εκτέλεσης να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τους εντολείς μας, αφού θα απωλέσουν, υπό τις συνθήκες διενέργειας ενός πλειστηριασμού, την κατασχεθείσα οριζόντια ιδιοκτησία τους, η οποία μάλιστα ευρίσκεται σε οικονομική ενότητα με την προστατευόμενη κύρια κατοικία τους, το Δικαστήριο έκρινε ότι στην περίπτωση αυτή πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 281 ΑΚ. Η ως άνω επαχθής για τους εντολείς μας συνέπεια στοιχειοθετεί την απαιτούμενη εκ της διάταξης του άρθρου 159 περ.3 ΚΠολΔ βλάβη εκ της προσβαλλόμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης.
Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση πρώτος λόγος του τρίτου μέρους ανακοπής έγινε δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσία και ακυρώθηκε α) η από 13-10-2023 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθ. …../2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από την εταιρία διαχείρισης, και β) η με αριθμό …/31-10-2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …, παρελκόμενης ως εκ τούτου της εξέτασης της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών λόγων της υπό στοιχείο Ι ανακοπής, οι οποίοι κατατείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι στην ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.